- συμπενθήσοντες
- συμπενθέωjoin in mourning forfut part act masc nom/voc plσυμπενθέωjoin in mourning forfut part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπενθώ — έω, Α [πενθῶ] 1. πενθώ κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον άλλον («οὐ συμπενθήσοντες τοὺς τεθνεῶτας ἀλλὰ συνηδόμενοι ταῑς ἡμετέραις συμφοραῑς», Iσοκρ.) 2. (αμτθ.) πενθώ μαζί με κάποιον 3. (απολ.) μετέχω σε γενικό πένθος … Dictionary of Greek